- αιδοφρων
- αἰδόφρωναἰδό-φρων2, gen. ονος1) сострадательный, милосердный
(ξένοι Soph.)
2) почтительный(πρός τινα Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ξένοι Soph.)
(πρός τινα Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αιδόφρων — αἰδόφρων, ( ονος), ον (Α) 1. αυτός που δείχνει σεβασμό προς κάποιον 2. πράος, ευσπλαχνικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδὼς + φρων < φρήν] … Dictionary of Greek
αἰδόφρων — onos masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδόφρονες — αἰδόφρων onos masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek